Εκτύπωση
Κατηγορία: Μουσικό Αρχείο Γιώτας Τηγανούρια
0
0
0
s2sdefault

Η έννοια του κύκλου στις παραδοσιακές κοινωνίες σχετίζεται άμεσα με την αντίληψη του χρόνου.Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον έχουν κυκλική μορφή, καθώς ο άνθρωπος αυτών των κοινωνιών θέλει, με τα επικοινωνιακά μέσα του τραγουδιού, της μουσικής και του χορού, να αντιμετωπίσει συμβολικά τη σχέση της ζωής με τον θάνατο. Τα τραγούδια, με τις μελωδίες και τα κείμενά τους, διαιώνιζαν αξίες, διαμόρφωναν συμπεριφορές και διατηρούσαν την πίστη και τη συνοχή της κοινότητας. Όταν όμως ο μύθος δίνει τη θέση του στην ιστορία, και εκείνος με τη σειρά του στην επιστήμη, τότε ο χρόνος παύει να είναι κυκλικός, χάνει την ιερότητά του και μετατρέπεται σε ευθύγραμμο, συνεχή και ακριβή. Η μυθολογική πίστη γίνεται υλική και οικονομική. Το τραγούδι στη Σαμοθράκη είναι μονοφωνικό. Και οι άνδρες και οι γυναίκες τραγουδούν, αλλά οι γυναίκες ξέρουν περισσότερα τραγούδια από τους άνδρες, γιατί τα μάθαιναν από τις

γιαγιάδες, τις μητέρες, τις θείες και τις μεγαλύτερες αδερφές καθώς έκαναν τις δουλειές του νοικοκυριού. Η καλή φωνή,όταν δεν είναι απλά θείο χάρισμα, όπως λένε χαρακτηριστικά οι ντόπιοι, στις περισσότερες περιπτώσεις κληρονομείται από γενιά σε γενιά, σε επίπεδο σογιού. Έτσι λένε συχνά: Αυτός το έχει μέσα του, στο αίμα του ή πάει σόι.


…η μάνα μ’ τραγουδούσε κι ο πατέρας της μάνας μ’ τραγουδούσε, ο παππούς μ’ ο καλακίκος ήταν ξακουστός στο τραγούδι… Όλα τα τραγούδια που ξέρω τα ’μαθα από τον πατέρα μ’,
γιατί κι η γιαγιά μ’, που έχω τ’ όνομά της, κι αυτή τραγουδούσε…


Τα μέλη της κοινότητας που τραγουδούν καλά, είναι σεβαστά και άξια θαυμασμού από τους υπόλοιπους. Μάλιστα χαρακτηριστική είναι η παρακάτω αφήγηση σχετικά με μια αίσθηση ερωτισμού που μπορεί να προκαλέσει η καλή φωνή:

...ο παππούς μ’ ο Κομνηνός ήταν αρχοντοτσέλιγκας στη Χώρα. Η γιαγιά μ’ ήταν πάμφτωχ’.
Μια μέρα, καθώς δούλευαν με τη μάνα τ’ς – γνέθανε μαλλιά για να ζουν –, τραγουδούσε η
γιαγιά, πιρνούσε ο παππούς μ’ – ήταν παλικάρι – έξω απ’ το σπίτι τ’ς, στην κοκκινοφουστα-
νού. Όταν την ακ’σι να τραγουδά, τόσο πουλύ ενθουσιάσ’κι, που την άλλη μέρα πήγε να τη
ζητήσει σε γάμο απ’ τη μάνα τ’ς…


Ακόμα και σήμερα είναι εντυπωσιακό το πόσο ζωηρά λειτουργεί η μνήμη, καθώς οι ηλικιωμένοι τραγουδιστές ανακαλούν το πρόσφατο παρελθόν και κατανοούν το βαθύτερο νόημα που αποδίδεται στο περιεχόμενο των τραγουδιών και των σκοπών. Η κοινότητα αναγνωρίζει σε κάποια –ηλικιωμένα κυρίως – άτομα το χαρακτηριστικό του καλού ερμηνευτή, χωρίς να το συνδέει τόσο με την έννοια του δεξιοτέχνη, όσο με την ικανότητα τού να δίνει τα σωστά νοήματα κατά την επιτέλεση του τραγουδιού, της μουσικής ή του χορού. Αυτά τα άτομα έτσι, αποκτούν δικαίωμα λόγου και κριτικής για τη σύγχρονη μουσική πραγματικότητα:


…Όλα αυτά τα τραγούδια τα ’λεγε ο κόσμος, από τον ένα στον άλλο μαθαίνονταν, ήταν και
τα διολά που τα παίζανε… Αυτά που ακούω τώρα στα ράδια και τις τηλεοράσεις δεν τα θέλω
καθόλου. Ξεφτίλα, ξεφτίλα η τηλεόραση! Άμα ακούω παλιό τραγούδι, αισθάνομαι αλλιώτικα. τώρα γύμνια, γύμνια, ξεφτίλα, χειρότερα από ζώα!...


Προκειμένου να καταλάβουμε την πολιτισμική και προσωπική σημασία που έχει για τους ντόπιους το παλιό τραγουδιστικό ρεπερτόριο, ειδικά γι’ αυτούς που το γνωρίζουν και μπορούν να το χειρίζονται (και είναι κυρίως άτομα μεγαλύτερης ηλικίας) περάσαμε αρκετό χρόνο μιλώντας μαζί τους για τις εμπειρίες και τις αναμνήσεις τους σχετικά με τη μουσική πράξη και τον τρόπο που τη βίωναν, πριν από το 1970, οπότε και ξεκίνησε, όπως είπαμε, μια περίοδος εκσυγχρονισμού για τα δεδομένα της σαμοθρακίτικης κοινωνίας.
Η εκτέλεση των τραγουδιών τις περισσότερες φορές γίνεται από μια γυναικεία ή ανδρική φωνή, ή ομάδα φωνών. Άλλοτε μπορεί να συνοδεύονται από όργανο. Κατά τη διάρκεια των ετών 1999-2004, συγκεντρώσαμε μεγάλο αριθμό μουσικών παραδειγμάτων. Μέσα από μια προσπάθεια ταξινόμησης και οργάνωσης αυτού του υλικού, προέκυψαν τραγούδια – που, παρά τη σταθερή τους επανάληψη, αναδημιουργούνται κάθε φορά που τραγουδιούνται, τα οποία ανήκουν, σύμφωνα με τους όρους της επίσημης μουσικής λαογραφίας:
α) στον κύκλο του χρόνου και
β) στον κύκλο της ζωής.

Με βάση αυτούς τους δύο αυτούς άξονες ταξινομήσαμε το είδος των τραγουδιών ως προς την περίσταση, το περιεχόμενο και την εκτέλεσή τους ως εξής:
Γέννηση- παιδική ηλικία: νανουρίσματα, ταχταρίσματα, παιδικά τραγούδια, παιχνιδοτράγουδα.
Γάμος: ξύρισμα γαμπρού, ντύσιμο γαμπρού, ντύσιμο νύφης, στο δρόμο για το σπίτι του γαμπρού, στο δρόμο για το σπίτι των κουμπάρων, στο δρόμο για την εκκλησία, στο γλέντι, τα ξημερώματα μετά το γλέντι.
Ξενιτεμός: Μπηγίτια και τραγούδια της ξενιτιάς, της απουσίας.
Θάνατος: τραγούδια του χάρου, μοιρολόγια.
Κάλαντα: Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φώτα.
Απόκριες.
Εαρινά: Κυριακή των Βαΐων, Μεγάλη Βδομάδα, Άγιος Γεώργιος, 1η Μαΐου.
Κλήδονας.
Νυχτέρια.
Γλέντι(κοινοτικό, οικογενειακό, αυτοσχέδιο).
Στην παρέα.
Σε μουσικοχορευτικές παραστάσεις.

Το περιεχόμενο του κειμένου των τραγουδιών μπορεί να είναι: επαινετικό, ευχετικό, ερωτικό- της αγάπης, παραλογή, ιστορικό, της ξενιτιάς, της φυλακής, ναυτικό- θαλασσινό, σκωπτικό-σατυρικό, αθυρόστομο, μοιρολόι - του χάρου, αμανές, γνωμικό – διδακτικό.

Κατά την εκτέλεση ένα τραγούδι ή ένας σκοπός μπορεί να είναι: ελεύθερου ρυθμού, καθιστικό έρρυθμο, χορευτικού ρυθμού, χορός, αγερμικό, δρομικό(καντάδα, πατινάδα), έμμετρη αφήγηση. Σε ελεύθερο ρυθμό κινούνται συνήθως τα νανουρίσματα, τα μοιρολόγια και οι αμανέδες. Ως έρρυθμα καθιστικά χαρακτηρίζονται αυτά που υποβάλουν σε μια διαδικασία ακρόασης, όπως για παράδειγμα είναι οι παραλογές. Τα τραγούδια χορευτικού ρυθμού ενώ προορίζονται κυρίως για ακρόαση, κάποιες φορές ανάλογα την περίσταση, μπορεί και να χορεύονται. Χοροί είναι τα τραγούδια που αποκλειστικά
χορεύονται. Τα δρομικά δηλαδή τα τραγούδια που λέγονται στον δρόμο τα χωρίζουμε σε δύο κατηγορίες: στις καντάδες και τις πατινάδες. Αγερμικά είναι τα τραγούδια που λέγονται από μια ομάδα τραγουδιστών που γυρνάνε από σπίτι σε σπίτι(όπως [για παράδειγμα] τα κάλαντα), ενώ ο έμμετρος λόγος χαρακτηρίζει τις απαγγελίες ποιημάτων, κειμένων τραγουδιών ή διστίχων (μπηγιτιών).

Τραγούδια της αγάπης
Το φθινόπωρο και τον χειμώνα, στην αγροτική κοινωνία του νησιού, αφού γινόταν η συγκομιδή των καρπών και η αποθήκευση για τον χειμώνα, τα κορίτσια με φίλες και συγγενείς μαζεύονταν στα σπίτια για να φτιάξουν ρουχισμό, να τραγουδήσουν και να αναπτύξουν κοινωνικές επαφές. Τα γεγονότα αυτά λέγονταν και νυχτέρια, και μεταμόρφωναν το κέντημα, το πλέξιμο και την υφαντική σε ευχάριστες κοινωνικές συναντήσεις. Εκεί νεαρές γυναίκες σε ηλικία γάμου έφτιαχναν την προίκα τους και τραγουδούσαν ερωτικά τραγούδια προκαταβολικά για την ημέρα του γάμου τους.
Ένα μεγάλο μέρος των τραγουδιών αναφέρονται στην αγάπη και τον έρωτα, τη ρομαντική συνάντηση ανάμεσα σε ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Τα λόγια τους περιγράφουν τα βάσανα και τους καημούς των ερωτευμένων, που υμνούν την μαγευτική ομορφιά των αγαπημένων τους.

«…Άσπρη μαρμαρένια βρύση πώς κρατάς κρύο νερό
έτσι κι εγώ υποφέρω της αγάπης τον καημό.
Από τα γλυκά σου μάτια τρέχει αθάνατο νερό
και σου ζήτησα λιγάκι και δε μου ’δωσες να πιω…»

Σε όλους τους πολιτισμούς το θέμα του έρωτα εμπνέει τη λαϊκή μουσική και ποιητική δημιουργία. Οι άνθρωποι τραγουδούν «με την ψυχή τους» την αγάπη, ενώ πλήθος είναι τα αυτοσχέδια ομοιοκατάληκτα δίστιχα, τα μπηγίτια, που έφτιαχναν οι στιχοπλόκοι στο πλαίσιο των ποιητικών αγώνων, καθώς γλεντούσαν. Πολλά τραγούδια της αγάπης μπορεί να χορεύονται, όπως το «Της τριανταφυλλιάς τα φύλλα», το «Σαν βγάλει η λυγαριά κρασί», «Ο σταυρωτός χορός» κ.ά., ενώ τα περισσότερα είναι καθιστικά, της τάβλας, ή στην παρέα, κατά τους ντόπιους, όπως το «Άσπρη μαρμαρένια βρύση», «Αγάπα με σαν μ’ αγαπάς» κ.ά.                                                                                              

Οι μουσικοί τρόποι, οι κλίμακες και τα μέτρα εναλλάσσονται, δίνοντας με διαφορετικό τρόπο το ύφος και το νόημα του κάθε τραγουδιού, ενώ τα περισσότερα τα συναντάμε και σε άλλες περιοχές της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας. Τόσο οι τραγουδιστές όσο και οι ακροατές σχολιάζουν τις υποθέσεις των τραγουδιών, τις σκέφτονται, τις αναλύουν, τις φιλοσοφούν, ερμηνεύοντας το ποιητικό κείμενό τους και επιτρέποντας στον ερευνητή να αποκωδικοποιήσει τον συμβολικό λόγο τους. Συχνά για κάθε τραγούδι υπάρχουν συγκεκριμένοι πομποί και δέκτες. Μια χαρακτηριστική περίπτωση μας περιγράφει η Τ.:
Όταν αγαπούσε ο αδερφός μου τη Γιαν’κούδα, έλεγε:

...Δεν την πονείς δεν την πονείς τη νιότη μου όπου για σε τη χάνω.
Γιαννούλα, Γιαννούλα μου, σε είδα κι αρρώστησα…


Και συνεχίζει αναφέροντας μια ακόμα περίπτωση, όπου μέλη της κοινότητας προσπαθούν να εμπλέξουν πρόσωπα και καταστάσεις με τα λόγια και τα νοήματα ενός τραγουδιού της αγάπης:


…Όταν γινόταν του Στρατή του Μ. ο γάμος, έπαιζα στο μαντολίνο αυτό το τραγούδι, κι εδώ
στον Αϊ-Στέφανο στεκόταν παλικάρια και δώσανε στη Μυρσίνα του Λ., που είναι στα Θέρμα,
να μου ρίξει λεφτά, επειδή έπαιζα αυτό το τραγούδι που λέει «Τσομπανόπουλο θα πάρω...» κι
αυτοί νόμιζαν ότι εγώ ήθελα τον Χρυσόστομο –ήταν κι αυτός λεύτερος ακόμα. Ναι, όμως δε
βάζαν μι του νου τσ’, ποιον ήθελα ιγώ…


Τα περισσότερα από τα τραγούδια με θέμα την αγάπη και τον έρωτα είναι καθιστικά, τραγουδιούνται στην παρέα, αν και πολλά έχουν χορευτικούς ρυθμούς, όπως αυτόν των 7/8, και μπορούν να παιχτούν ως μουσική μέσα στην αλληλουχία των χορευτικών σκοπών, όπως «Η περβολαριά», το «Περπατείς καμαρωμένα», «Η λεμονιά», «Η βοσκοπούλα», «Η Γιαννούλα» κ.ά. Εφόσον πρόκειται για φωνητική μουσική, η έκτασή τους σπάνια ξεπερνά τα όρια της οκτάβας, ενώ τα βρήκαμε να κινούνται σε διάφορους τρόπους και συχνά να συνδυάζουν τα πεντάχορδα δύο διαφορετικών τρόπων, συνήθως τον χρωματικό και τον διατονικό. Η φόρμα τους απλή, με εναλλαγές και παραλλαγές δύο θεμάτων: α β ή α α1 β ή α α1 β β1 β2
κ.ά., και πιο σπάνια και τρίτου, γ.

Παρακάτω θα ακούσουμε ένα αστικό τραγούδι της αγάπης από την πληροφορήτρια μας κυρία Πελαγία Αποστολούδια. Ένα τραγούδι που χαρακτήριζε το τραγουδιστικό ρεπερτόριο του νησιού στο β΄μισό του 20ου αιώνα, από το 1930 περίπου, ως τραγούδι κυρίως στην παρέα, ενώ αρχίζει και ξεχνιέται στο τέλος του 20ου και στις αρχές του 21ου αιώνα. Έπειτα θα ακούσουμε το ίδιο τραγούδι από το φωνητικό νεανικό σύνολο του συλλόγου φίλων μουσικής Σαμοθράκης "Αρμονίας Γένεσις" σε μουσική επεξεργασία και διεύθυνση Γιώτας Τηγανούρια. Μια πρόταση στο πλαίσιο και μιας εφαρμοσμένης εθνομουσικολογίας, δηλαδή της ένταξης ξεχασμένων τραγουδιών, στο τοπικό ρεπερτόριο ως καρπός της επιτόπιας έρευνας, που θέλει να επιστρέψει στην κοινότητα μέρος της μουσικής της ταυτότητας..!