Εκτύπωση
Κατηγορία: Ιστορία Μουσικής
0
0
0
s2sdefault

Ρομαντική ονομάζεται η μουσική που ανήκει στο ευρύτερο πνευματικό κίνημα που εμφανίστηκε στο τέλος του 18ου αιώνα στη Γερμανία και διαδόθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από έντονες αναφορές σχετικά με την ελευθερία του ανθρώπου, την παιδεία του, την σχέση του με τη φύση αλλά και τον άνθρωπο. Κυριαρχεί μία τάση απελευθέρωσης των συναισθημάτων που δεν υπήρχε στις προηγούμενες εποχές και οι καλλιτέχνες εκφράζουν τον

πόνο, την αγάπη, την χαρά χωρίς να αισθάνονται την ανάγκη να τα καλύψουν. Αυτές όλες οι τάσεις ήταν φυσικό να επηρεάσουν την τέχνη στο σύνολό της και φυσικά και τη μουσική που από την πλευρά της εκφράζει όλες αυτές τις επιθυμίες και τα αισθήματα με νέες τεχνικές όπως:

Οι παρτιτούρες των ρομαντικών είναι γεμάτες σημειώσεις σχετικά με την εκτέλεση του έργου έτσι ώστε να μην αφήνουν μεγάλο περιθώριο αυτοσχεδιασμού ενώ ένα είδος που αναπτύσσεται έντονα στην περίοδο αυτή είναι η "Προγραμματική Μουσική". Σε αντίθεση με την "Απόλυτη Μουσική" που στηρίζεται στην καθαρή έμπνευση, η προγραμματική μουσική προσπαθεί να απεικονίσει παραστάσεις ή συναισθήματα χρησιμοποιώντας τα εκφραστικά μέσα που προσφέρουν τα μουσικά όργανα, όπως αντίστοιχα χρησιμοποιούν οι ζωγράφοι τα χρώματα. Σημαντικά γεγονότα της εποχής είναι και η ανάπτυξη της τεχνικής της ενορχήστρωσης και οι βελτιώσεις και αλλαγές στην όπερα. Πολλοί είναι οι σημαντικοί συνθέτες που άφησαν αξιόλογο έργο:

Ο Γιάκομπ [i] Λούντβιχ Φέλιξ Μέντελσον Μπαρτόλντι (Jakob Ludwig Felix Mendelssohn Bartholdy, γερμανικά: [ˈjaːkɔp ˈluːtvɪç ˈfeːlɪks ˈmɛndl̩szoːn baʁˈtɔldi], Αμβούργο, 3 Φεβρουαρίου 1809Λειψία, 4 Νοεμβρίου 1847), γεννημένος και ευρέως γνωστός ως Φέλιξ Μέντελσον [ii] ήταν Γερμανός συνθέτης, πιανίστας, οργανίστας και διευθυντής ορχήστρας της πρώιμης ρομαντικής περιόδου, από τις διασημότερες φυσιογνωμίες της εποχής. [20] Εγγονός του φιλοσόφου Μωυσή Μέντελσον (Moses Mendelssohn), ο Φέλιξ γεννήθηκε σε μια εξέχουσα εβραϊκή οικογένεια. Ανατράφηκε άθρησκος μέχρι την ηλικία των επτά ετών, όταν βαφτίστηκε ως Μεταρρυθμιστής χριστιανός. Νωρίς, θεωρήθηκε παιδί-θαύμα, αλλά οι γονείς του ήταν επιφυλακτικοί και δεν επεζήτησαν να αξιοποιήσουν το ταλέντο του. Ο Μέντελσον απολάμβανε πρώιμη επιτυχία στη Γερμανία, όπου επανέφερε το ενδιαφέρον για τη μουσική τού Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ταξιδεύοντας σε όλη την Ευρώπη. Ήταν ιδιαίτερα αποδεκτός στη Βρετανία, ως συνθέτης, αρχιμουσικός και σολίστ, και οι δέκα επισκέψεις του εκεί -κατά τις οποίες πολλά από τα μεγάλα έργα του έκαναν πρεμιέρα- αποτελούν σημαντικό μέρος της καριέρας του. Ωστόσο, οι -ουσιαστικά- συντηρητικές του προτιμήσεις, τον διαχώρισαν από πολλούς από τους πιο «εκσυγχρονιστές» μουσικούς της εποχής του, όπως ήσαν οι Φραντς Λιστ, Ρίχαρντ Βάγκνερ, Σαρλ Αλκάν και Εκτόρ Μπερλιόζ. Το Ωδείο της Λειψίας (σήμερα Πανεπιστήμιο Μουσικής και Θεάτρου της Λειψίας), το οποίο ίδρυσε, έγινε προπύργιο αυτής της «αντι-ριζοσπαστικής» προοπτικής. Ο Μέντελσον έγραψε συμφωνίες, κοντσέρτα, ορατόρια και μουσική δωματίου, ιδιαίτερα για το πιάνο. Στα πιο γνωστά έργα του περιλαμβάνονται η εισαγωγή και προγραμματική μουσική για το Όνειρο Θερινής Νυκτός, η Ιταλική Συμφωνία, η Σκωτική Συμφωνία, η εισαγωγή Εβρίδες, το Κοντσέρτο για βιολί και το Οκτέτο εγχόρδων. Τα Τραγούδια Χωρίς Λόγια είναι οι πιο διάσημες συνθέσεις του για σόλο πιάνο. Μετά από μακρά περίοδο, σχετικού, παραγκωνισμού της μουσικής του, λόγω των μεταβαλλόμενων μουσικών προτιμήσεων και του επικρατούντος αντισημιτισμού, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, η δημιουργική πρωτοτυπία του έχει πλέον αναγνωριστεί και επανεκτιμηθεί. Περιλαμβάνεται, πλέον, στους πιο δημοφιλείς συνθέτες της ρομαντικής εποχής, αν και ο θεωρούμενος ως «συντηρητισμός» του, προκάλεσε αντιδράσεις, με αποκορύφωμα τη σκληρότατη κριτική που δέχτηκε από τον Βάγκνερ (βλ. Φήμη και παρακαταθήκη).

Ο Βίλχελμ Ρίχαρντ Βάγκνερ (γερμανικά Wilhelm Richard Wagner) γεννήθηκε στις 22 Μαΐου 1813 στη Λειψία της Γερμανίας και πέθανε στις 13 Φεβρουαρίου 1883 στη Βενετία της Ιταλίας. Ήταν πρωτοποριακός Γερμανός ρομαντικός συνθέτης, ποιητής και μουσικολόγος του 19ου αιώνα.

Ο Ρόμπερτ Σούμαν (Robert Schumann, 8 Ιουνίου 181029 Ιουλίου 1856), ήταν Γερμανός ρομαντικός συνθέτης.

Ο Γιοχάνες Μπραμς (Johannes Brahms, 7 Μαΐου 18333 Απριλίου 1897) ήταν Γερμανός συνθέτης και πιανίστας, ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες του 19ου αιώνα. Η μουσική του συνδυάζει τη δραματική δύναμη και τη λυρική ένταση μαζί με μία ανακουφιστική ζεστασιά. Ο Μπραμς ήταν ριζοσπαστικός ως προς την αρμονική του τόλμη και την εκφραστική του δεινότητα, αλλά συντηρητικός στη χρήση των παραδοσιακών ή και αρχαϊκών ακόμη μουσικών δομών. Για να καταλάβουμε καλύτερα το χαρακτήρα και την τεχνική σύνθεσης του Μπραμς, μπορούμε να ανατρέξουμε στο δοκίμιο του Σένμπεργκ: «Μπραμς, ο Προοδευτικός», στο οποίο αναιρείται η μέχρι τότε κρατούσα εικόνα του Μπραμς ως συντηρητικού και αναδεικνύεται η προοδευτικότητα της μουσικής του τουλάχιστον όσον αφορά στην οργάνωση των μουσικών φράσεων. Γεννήθηκε στο Αμβούργο το 1833 από φτωχή οικογένεια. Ο πατέρας του, κοντραμπασίστας στο επάγγελμα, διέκρινε από πολύ νωρίς το ταλέντο του και φρόντισε εγκαίρως να λάβει την κατάλληλη μουσική παιδεία. Όταν ο Μπραμς ήταν 20 χρονών, ο Σούμαν, που ήταν 23 χρόνια μεγαλύτερός του, μελέτησε ορισμένες από τις συνθέσεις του και εξήγγειλε τη γέννηση μιας μεγαλοφυΐας. Υπάρχει η γενική πεποίθηση ότι ο Μπραμς και η σύζυγος του Ρόμπερτ Σούμαν, η πιανίστρια και συνθέτρια Κλάρα Βικ-Σούμαν, ήταν ερωτευμένοι, αλλά ότι η σχέση τους δεν ολοκληρώθηκε ίσως ποτέ, ούτε μετά το θάνατο του Σούμαν το 1856. Στη ζωή του Μπραμς έμελλε να υπάρξουν και άλλες αισθηματικές περιπέτειες, οι περισσότερες όμως από αυτές ήταν μονομερείς. Ο συνθέτης δεν παντρεύτηκε ποτέ. Το 1855 άρχισε τις εμφανίσεις του ως πιανίστας. Κατέλαβε τη θέση του διευθυντή ορχήστρας στην πριγκηπική αυλή του Ντέτμολντ και το 1859 ίδρυσε και ανέλαβε τη διεύθυνση μιας γυναικείας χορωδίας στο Αμβούργο. Απογοητευμένος από την αδυναμία του να διοριστεί διευθυντής της Φιλαρμονικής του Αμβούργου, ο Μπραμς εγκαταστάθηκε το 1863 στη Βιέννη όπου πέρασε την υπόλοιπή του ζωή. Δεν έγραψε ποτέ όπερα, αλλά συνέθεσε αριστουργήματα σε όλα σχεδόν τα υπόλοιπα μουσικά είδη: τέσσερις συμφωνίες, τέσσερα κοντσέρτα, δύο σερενάτες για ορχήστρα και δύο εισαγωγές. Συνέθεσε επίσης το «Γερμανικό Ρέκβιεμ» (έντονα προσωπικού ύφους)[15] και άλλα χορωδιακά έργα με συνοδεία και a capella, τραγούδια, μεγάλο όγκο έργων για μουσική δωματίου, τις παραλλαγές Χάυντν για ορχήστρα, τις παραλλαγές Χέντελ και Παγκανίνι για πιάνο, δεκάδες έργα για πιάνο (ήταν το αγαπημένο του όργανο), αλλά και έργα για εκκλησιαστικό όργανο. Πρέπει επίσης να μνημονεύσουμε τους ιδιαίτερα δημοφιλείς "Ουγγρικούς Χορούς" για τέσσερα χέρια, που γνώρισαν μετά τον Μπραμς πολλές ενορχηστρώσεις. Ο Μπραμς αντιτάχθηκε στον ριζοσπαστισμό των πρωτοπόρων συνθετών Λιστ και Βάγκνερ και δέχτηκε επιθέσεις από τους οπαδούς τους. Προτού φτάσει στο τέλος της ζωής του, μεγάλο μέρος αυτής της πολεμικής είχε καταλαγιάσει. Μουσικοί και ακροατές είχαν αρχίσει να καταλαβαίνουν ότι μπορεί κανείς να αγαπά τη μουσική που γεννήθηκε και στα δύο αντιμαχόμενα ιδεολογικά στρατόπεδα. Ο Μπραμς πέθανε από καρκίνο του ήπατος στη Βιέννη, στις 3 Απριλίου 1897. Στην κηδεία του παρέστησαν χιλιάδες θαυμαστές του απ’ όλη την Ευρώπη και οι σημαίες κυμάτισαν μεσίστιες σε όλα τα πλεούμενα στο λιμάνι του Αμβούργου.

Ο Φραντς Πέτερ Σούμπερτ (Franz Peter Schubert, 31 Ιανουαρίου 179719 Νοεμβρίου 1828), ήταν Αυστριακός συνθέτης. Ήταν εξαιρετικά παραγωγικός σε όλη τη διάρκεια της σύντομης ζωής του. Συνέθεσε περισσότερα από εξακόσια Λήντερ (Lieder, ρομαντικά τραγούδια) καθώς και πολλές συμφωνίες, σονάτες, έργα μουσικής δωματίου, θρησκευτικά έργα, μερικές όπερες και πολλά άλλα έργα

Ο Πιοτρ Ιλίτς Τσαϊκόφσκι (ρωσικά: Пётр Ильи́ч Чайко́вский, προφορά: [ˈpʲɵtr ɪlʲˈjit͡ɕ t͡ɕɪjˈkofskʲɪj], 7 Μαΐου 1840 – 6 Νοεμβρίου 1893 (Γρηγοριανό Ημερολόγιο), 25 Απριλίου 1840 – 25 Οκτωβρίου 1893 (Ιουλιανό Ημερολόγιο). Ήταν Ρώσος συνθέτης της ρομαντικής Εποχής. Όσο το ύφος του διευρυνόταν, ο Τσαϊκόφσκι έγραψε μουσική σε ένα μεγάλο φάσμα ειδών, συμπεριλαμβανομένων συμφωνίας, όπερας, μπαλέτου, οργανικής μουσικής, μουσικής δωματίου και τραγουδιού. Έγραψε μερικά από τα πιο δημοφιλή ορχηστρικά και θεατρικά μουσικά έργα στο σύγχρονο κλασικό ρεπερτόριο, όπως τα μπαλέτα Η Λίμνη Των Κύκνων, Η Ωραία Κοιμωμένη, Ο Καρυοθραύστης, Η Ουβερτούρα 1812, το Πρώτο Κοντσέρτο για Πιάνο, επτά συμφωνίες και η όπερα Ευγένιος Ονέγκιν. Ο Τσαϊκόφσκι γεννήθηκε σε μια μεσοαστική οικογένεια. Η εκπαίδευση που έλαβε τον προετοίμασε για δημόσιο υπάλληλο, παρά την πρώιμη μουσική ανάπτυξη που είχε επιδείξει. Ενάντια στις επιθυμίες της οικογένειάς του αποφάσισε να ακολουθήσει σταδιοδρομία στη μουσική και το 1862 μπήκε στο Ωδείο της Αγίας Πετρούπολης, από όπου αποφοίτησε το 1865. Αυτή η τυπική εκπαίδευση, με πολλές επιρροές από τη Δύση, τον ξεχώρισε από τη σύγχρονή του εθνικιστική κίνηση, υλοποιημένη από μια ομάδα νεαρών Ρώσων συνθετών γνωστοί ως Η Ομάδα των Πέντε, με τους οποίους ο Τσαϊκόφσκι είχε μια ανάμικτη επαγγελματική σχέση καθ' όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του.

 

Ο Καρλ Τσέρνι Carl Czerny (Λέοπολντστατ, προάστιο της Βιέννης, 21 Φεβρουαρίου 1791 – Βιέννη 15 Ιουλίου 1857) ήταν Αυστριακός πιανίστας και συνθέτης, σημαντικός εκπρόσωπος του κινήματος του ρομαντισμού. Ο Τσέρνι γεννήθηκε στο προάστιο της Βιέννης Λέοπολντστατ και βαπτίστηκε στο Ναό του Αγίου Λεοπόλδου. Οι γονείς του ήταν Τσεχικής καταγωγής. Η μητέρα του ήταν Μοραβή και ο πατέρας του μιλούσε πολύ καλά τα Βοημικά. Επίσης ο μικρός Καρλ μιλούσε τη συγκεκριμένη γλώσσα παρέα και με τους δυο γονείς του. Προερχόταν από μουσική οικογένεια. Ο παππούς του έπαιζε βιολί στο Νίμπουρκ, κοντά στην Πράγα κι ο πατέρας του, ο Βέντσελ έπαιζε όμποε και πιάνο. Όταν ο Κάρλ έγινε 6 ετών, ο πατέρας του διορίστηκε Καθηγητής πιάνου σε μια κωμόπολη της Πολωνίας κι όλη η οικογένεια Τσέρνυ εγκαταστάθηκε στη συγκεκριμένη χώρα. Εκεί έμειναν μέχρι το 1795. Τότε η Πολωνία διασπάστηκε για 3η φορά κι αυτό ανάγκασε τους Τσέρνι να επιστρέψουν πίσω στη Βιέννη.

 

O Γιόχαν Στράους (γιος) (Johann Strauss, 25 Οκτωβρίου 1825 - 3 Ιουνίου 1899) ήταν συνθέτης, γιος του Γιόχαν Στράους. Καταγόταν από την Αυστρία από οικογένεια μουσικών που ασχολήθηκαν με τη μουσική χορού (βαλς) και την οπερέτα. Ο Γιόχαν Στράους ο πρεσβύτερος ήταν βιολονίστας και διηύθυνε μια ορχήστρα, που απέκτησε μεγάλη φήμη παίζοντας τα βαλς του. Όταν πέθανε, το 1849, τη διεύθυνση της ορχήστρας ανέλαβε ο γιος του, ο Γιόχαν ο νεότερος, που έγινε ο πιο φημισμένος Στράους. Έκανε περιοδείες σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και μεγαλουπόλεις της Ευρώπης και της Αμερικής, όπου γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Εγκατέλειψε την ορχήστρα στα χέρια των νεώτερων αδελφών του, Γιόζεφ και Έντουαρτ, οι οποίοι συνέχισαν τη μουσική παράδοση της οικογένειας κι ο ίδιος στράφηκε στην οπερέτα. Έδωσε το θεαμα μιας μεγαλόπρεπης, αλλά και έτοιμης να γκρεμιστεί, αυτοκρατορίας, γεμάτης κατάφωτα σαλόνια, που τα διακατέχει όμως μια αίσθηση μελαγχολίας και θλίψης. Τα βαλς του νεότερου Στράους διακρίνονται για τη γοητευτική μελωδία τους και τον παιχνιδιάρικο ρυθμό τους, από τα οποία και του αποδόθηκε ο τίτλος «Βασιλιάς του Βαλς». Πράγματι αυτός, περισσότερο από τον πατέρα του, έκανε το βαλς δημοφιλές και κομψό. Του έδωσε τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του μουσικού πολιτισμού της Αυστρίας, δηλαδή τη λικνιστική διάθεση, τη μελωδικότητα, την ξεχωριστή ευαισθησία στην ενορχήστρωση και στο ρυθμό. Ο Λιστ, ο Βάγκνερ, ο Μπραμς και άλλοι μουσικοί μελέτησαν με ενδιαφέρον και θαυμασμό τα γοητευτικά βαλς του. Από τα 500 περίπου έργα του ξεχωρίζουν: «Ο ωραίος γαλάζιος Δούναβης», «Το σπίτι μου», «Βιεννέζικο αίμα» κ.ά. Έγραψε επίσης οπερέτες όπως «Δαντέλα της βασίλισσας», «Ο αθίγγανος βαρώνος», «Ο δασάρχης», «Νυχτερίδα» κ.ά.γ

Ο Γκούσταβ Μάλερ (Gustav Mahler, 7 Ιουλίου 1860 - 18 Μαΐου 1911) ήταν Αυστριακός συνθέτης της ύστερης ρομαντικής μουσικής και ένας από τους κορυφαίους διευθυντές ορχήστρας της γενιάς του. Συνέθεσε κυρίως συμφωνίες και μελοποίησε τραγούδια. Έχει αναγνωριστεί ως ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους ύστερο - ρομαντικούς συνθέτες, αν και η μουσική του δεν έγινε ποτέ πλήρως αποδεκτή από το μουσικό καθεστώς της Βιέννης κατά τη διάρκεια της ζωής του. Τα έργα του χαρακτηρίστηκαν αρχικά ως «εκκεντρικά», ενώ κατά άλλους εξέφραζαν το γερμανικό μοντερνισμό, ωστόσο μόνο κατά την τελευταία δεκαετία της ζωής του γνώρισαν ευρύτερη απήχηση. Ο Μάλερ συνέθεσε κατά κύριο λόγο συμφωνίες και λήντερ (Lieder=τραγούδια), ωστόσο η προσέγγισή του στο τελευταίο αυτό είδος κατέστησε συχνά δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ των ορχηστρικών ειδών του Ληντ, της συμφωνίας και του συμφωνικού ποιήματος.