Ο Αντόνιο Λούτσιο Βιβάλντι (Antonio Lucio Vivaldi, 4 Μαρτίου 1678 - 28 Ιουλίου 1741), γνωστός και με το προσωνύμιο il Prete Rosso (= ο κοκκινομάλλης παπάς) λόγω του χρώματος των μαλλιών του, ήταν Ιταλός συνθέτης, (μουσουργός), δεξιοτέχνης βιολονίστας και ιερέας της εποχής του Μπαρόκ. Θεωρείται από τους σημαντικότερους συνθέτες της εποχής του και ο δημοφιλέστερος του κλασσικού μπαρόκ, καθώς με τη μουσική του επηρέασε πλήθος συνθετών τόσο της γενιάς του, μεταξύ των οποίων, τους Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, Γκέοργκ Φίλιπ Τέλεμαν, όσο και τους μετέπειτα. Στα πιο γνωστά έργα του περιλαμβάνονται δεκάδες κοντσέρτα για βιολί - μια ενότητα των οποίων αποτελούν τις περίφημες "Τέσσερις Εποχές"- και άλλα όργανα, πάνω από 40 όπερες και πλήθος άλλων έργων θρησκευτικής μουσικής. Αρκετά έργα του συνέθεσε
για το γυναικείο μουσικό σχήμα του Ospedalle della Pietà, το οποίο ουσιαστικά ήταν ένα ορφανοτροφείο για εγκαταλειμμένα παιδιά και στο οποίο ο Βιβάλντι εργάστηκε στις περιόδους 1703 – 1705 και 1723 – 1740. Οι όπερές του επιπλέον είχαν κάποια επιτυχία σε πόλεις όπως η Βενετία, η Μάντουα και η Βιέννη. Μετά τη συνάντησή του με τον αυτοκράτορα Κάρολο ΣΤ΄ ο Βιβάλντι μετοίκησε στη Βιέννη όπου και έλπιζε στην τοποθέτησή του ως μουσικού εκεί. Ο αυτοκράτορας ωστόσο σύντομα σχετικά μετά την άφιξή του πέθανε και ο συνθέτης απεβίωσε πάμφτωχος άνευ κάποιας σταθερής πηγής εισοδήματος. Παρόλο που η μουσική του έτυχε ευρείας αποδοχής και αρεσκείας από το κοινό ενώ ο ίδιος ήταν εν ζωή, μετά το θάνατό του η δημοτικότητά της μειώθηκε αρκετά ως την ταχεία αναγέννησή της στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Στις μέρες μας, ο Βιβάλντι συγκαταλέγεται μεταξύ των δημοφιλέστερων και περισσότερο ηχογραφημένων μπαρόκ συνθετών.
- 1 Νεανικά χρόνια
- 2 Στο Ωδείο του Ospedale della Pietà
- 3 Ιμπρεσσάριος της όπερας
- 4 Στη Μάντουα, οι Τέσσερις εποχές
- 5 Ύστερη ζωή και θάνατος
- 6 Ύφος και επιρροές
- 7 Υστεροφημία
- 8 Συνοπτική εργογραφία
O Γκέοργκ Φρήντριχ Χαίντελ (επίσης Χέντελ; γερμανικά: Georg Friedrich Händel, ή αγγλικά: George Frideric Handel; 5 Μαρτίου 1685 - 14 Απριλίου 1759) ήταν Γερμανός συνθέτης της ύστερης περιόδου της μπαρόκ μουσικής, που διακρίθηκε κυρίως για τα ορατόριά του. Έζησε κατά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Αγγλία και απέκτησε την αγγλική ιθαγένεια το 1726. Συνέθεσε concerti grossi, όπερες και ορατόρια. Το πιο διάσημο έργο του είναι το ορατόριο Μεσσίας. Επηρέασε βαθιά πολλούς από τους μεταγενέστερους συνθέτες, μεταξύ των οποίων ήταν ο Φραντς Γιόζεφ Χάυντν, ο Μότσαρτ και ο Μπετόβεν, ενώ το έργο του συνέβαλε στη μετάβαση από την εποχή της μουσικής Μπαρόκ στην Κλασσική περίοδο. Οι συνθέσεις του περιλαμβάνουν περίπου 50 όπερες, 23 ορατόρια και πολλές συνθέσεις εκκλησιαστικής μουσικής, καθώς και ορχηστρικά κομμάτια. Ο Χαίντελ γεννήθηκε στις 5 Μαρτίου 1685 στο Χάλλε της Γερμανίας, την ίδια χρονιά με τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ και τον Ντομένικο Σκαρλάττι. Από νεαρή ηλικία έδειξε ιδιαίτερη κλίση στη μουσική, αν και ο πατέρας του, που ήταν κουρέας-χειρουργός στην υπηρεσία του δούκα της Σαξονίας, δεν επιθυμούσε να εξελιχθεί ο γιος του σε μουσικό. Με παρέμβαση του δούκα, που εκτίμησε τα μουσικά χαρίσματα του οκτάχρονου Χέντελ, ξεκίνησε μαθήματα εκκλησιαστικού οργάνου υπό την εποπτεία του συνθέτη Friedrich W. Zachow. Ο πατέρας του πέθανε όταν ήταν στην ηλικία των έντεκα ετών και το 1702, από σεβασμό στην επιθυμία του, γράφτηκε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου του Χάλλε, ενώ εργαζόταν παράλληλα και ως οργανίστας στον καθεδρικό ναό της πόλης. Τον επόμενο χρόνο μετακόμισε στο Αμβούργο, όπου εργάστηκε ως βιολονίστας στην ορχήστρα της τοπικής όπερας, θέση που εγκατέλειψε όμως προκειμένου να περιοδεύσει στην Ιταλία κατά την περίοδο 1706-10. Εκεί ήρθε σε επαφή με μερικούς από τους σπουδαιότερους Ιταλούς συνθέτες της εποχής, όπως τον Αλεσσάντρο Σκαρλάττι και τον γιο του Ντομένικο. Στην Ιταλία συνέθεσε αρκετά μουσικά έργα και το ύφος του σημείωσε σημαντική εξέλιξη, ενώ την ίδια περίοδο ο Χαίντελ άρχισε να γνωρίζει διεθνή αναγνώριση. Στα τέλη του 1710 ταξίδεψε για πρώτη φορά στην Αγγλία, ενώ τον επόμενο χρόνο παρουσίασε την όπερα Rinaldo στο Λονδίνο, γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία. Εκεί άλλαξε και το όνομά του και το προσάρμοσε, χρησιμοποιώντας το από κει και πέρα επίσημα στην αγγλική γραφή. Το 1712 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αγγλία, όπου συνέχισε τη σταδιοδρομία του ως θεατρικός επιχειρηματίας, αντιμετωπίζοντας ισχυρό ανταγωνισμό. Το 1737 οδηγήθηκε σε χρεοκοπία, γεγονός που συνοδεύτηκε από μία επιδείνωση της υγείας του και προσωρινή παράλυση του δεξιού χεριού του, πιθανώς εξαιτίας ενός εγκεφαλικού επεισοδίου. Μετά την ανάρρωσή του, ξεκίνησε να συνθέτει το δημοφιλέστερο ορατόριο του, τον Μεσσία, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 13 Απριλίου του 1742 στο Δουβλίνο. Από το 1751 άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα όρασης που οδηγούσαν σταδιακά στην τύφλωσή του. Υπό αυτές τις συνθήκες, συνέθεσε το 1752 το ορατόριο Ιεφθάε (ο Θρίαμβος του Χρόνου και της Αλήθειας, έργο του 1757, στηρίχθηκε κυρίως σε προγενέστερο υλικό του Χέντελ). Πέθανε το Πάσχα του 1759 και η ταφή του έγινε με τιμές στο Αβαείο Γουέστμινστερ.
Ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ (Johann Sebastian Bach, Άϊζεναχ, 21/31 Μαρτίου[19] 1685 - Λειψία, 28 Ιουλίου 1750) ήταν Γερμανός συνθέτης, διευθυντής ορχήστρας, μουσικοπαιδαγωγός και εκτελεστής (οργανίστας, κλειδοκυμβαλίστας,[α] βιολιστής και βιολονίστας) της περιόδου Μπαρόκ. Υπήρξε αναμφισβήτητα ο μεγαλύτερος συνθέτης αυτής της περιόδου, καθώς και ένας από τους σπουδαιότερους στην ιστορία της έντεχνης Δυτικής μουσικής. Τα περισσότερα από 1000 έργα του που έχουν διασωθεί ως τις μέρες μας, ενσωματώνουν όλα τα χαρακτηριστικά του στυλ Μπαρόκ, το οποίο και απογειώνουν στην τελειότητα. Παρόλο που δεν εισάγει κάποια νέα μουσική φόρμα, εμπλουτίζει το γερμανικό μουσικό στυλ της εποχής με μια δυνατή και εντυπωσιακή αντιστικτική τεχνική, έναν φαινομενικά αβίαστο έλεγχο της αρμονικής και μοτιβικής οργάνωσης, και την προσαρμογή ρυθμών και ύφους από άλλες χώρες, ιδιαίτερα από την Ιταλία και τη Γαλλία. Η μουσική του χαρακτηρίζεται από τεχνική αρτιότητα, αρτιστικό υπόβαθρο και, κυρίως, υψηλή πνευματικότητα. Τα έργα του καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα τόσο της οργανικής (έργα για τσέμπαλο, εκκλησιαστικό όργανο, κοντσέρτα), όσο και της φωνητικής μουσικής (ορατόρια, λειτουργίες, πάθη, καντάτες, κ.α.). Ως χαρακτηριστικά έργα του Μπαχ μπορούν να αναφερθούν: η Τοκάτα και Φούγκα σε Ρε Ελάσσονα, η Λειτουργία σε σι ελάσσονα, τα Κατά Ματθαίον Πάθη, τα Βρανδεμβούργια Κοντσέρτα, το Καλοσυγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο και η Τέχνη της Φούγκας.