Το Μοιρολόι ή Καταλόι της Παναγιάς ανήκει στην κατηγορία των παραθρησκευτικών τραγουδιών. Είναι ευρύτατα διαδεδομένο σε όλο τον ελληνικό χώρο, ενώ το συναντάμε σε πολλές παραλλαγές της μελωδίας ή και της δομής του κειμένου. Η περίοδος της Μεγάλης Σαρακοστής,
αρχίζει αμέσως μετά τις Απόκριες, όπου στη χριστιανική εκκλησία ξεκινάει η ιερή ακολουθία των Χαιρετισμών, με αποκορύφωμα τους ύμνους της Μεγάλης Βδομάδας. Το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης οι γυναίκες στη Σαμοθράκη ξενυχτούν τον σταυρωμένο Χριστό, του πλέκουν στεφάνια με λουλούδια και, καθισμένες μπροστά στον σταυρό, τραγουδάνε το Μοιρολόι της Παναγιάς, είτε ατομικά είτε σε μικρές ομάδες. Μέσα από το κείμενο του μοιρολογιού, αφηγούνται το Θείο Πάθος και συμπαραστέκονται συμβολικά στον πόνο της Παναγίας. Στο «Μοιρολόι της Παναγιάς» που καταγράψαμε στη Σαμοθράκη βρήκαμε τρεις διαφορετικές μελωδικές παραλλαγές, ελεύθερου ρυθμού, σε τρία χωριά του νησιού, μία στη Χώρα, μία στ’ Αλώνια και μια τρίτη στο Λάκκωμα. Οι δύο πρώτες παραλλαγές έχουν αρκετά κοινά ρυθμομελωδικά χαρακτηριστικά και κινούνται στον διατονικό τρόπο του ντο. Η τρίτη παραλλαγή του «Μοιρολογιού» γνώστη ως λημνιά καταγεγραμμένη στο Λάκκωμα, από τις πληροφορήτριες Γιαννούλα Βούζη και Ανδρονίκη Βάβουρα, προέρχεται από τη γειτονική Λήμνο κινείται στον τρόπο του μι, με έντονη την εμφάνιση του ημιτονίου. Μέσα από το μακροσκελές ομοιοκατάληκτο κείμενο του μοιρολογιού, και μέσα από τη διαρκή επανάληψη της ίδιας μελωδικής φράσης με μικρές παραλλαγές, η λαϊκή μούσα συμπαραστέκεται συμβολικά στον θρήνο της Παναγίας, για τη μαρτυρική πορεία του Χριστού προς τον σταυρικό θάνατό Του. Μ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργείται τελικά το αίσθημα της λυτρωτικής μέθεξης. Παρακάτω θα ακούσουμε το «Μοιρολόι» της Παναγιάς από τη Νεανική και Παιδική Χορωδία του Συλλόγου Φίλων Μουσικής Σαμοθράκης «Αρμονίας Γένεσις», αλλά και από το εργαστήρι Παραδοσιακού Τραγουδιού, στην λημνιά παραλλαγή του.
Ακολουθεί όλο το κείμενο του Μοιρολογιού.
Μοιρολόι της Παναγίας
Σήμερα μαύρος ουρανός σήμερα μαύρη μέρα
σήμερα εσταυρώσανε τον Πάντων Βασιλέα.
Κάτω στα Ιεροσόλυμα και στην Ιερουσαλήμη
που ’ναι τα δέντρα αφύτευτα τα νερατζά σπαρμένα
Αφέντης κάνει κάλεσμα τους δώδεκα Αποστούλους
κι ένας από τους δώδεκα είναι π’ θα τον προδώσει.
Ο πρώτος του ο μαθητής Ιούδας ’σκαριώτης
απ’ το τραπέζι έφυγε και τους Ουβραίους πήγε.
Ουβραίοι ποιόνα θέλετε και ποιόνα αναζητάτε.
Τον δάσκαλό σου θέλουμε κι αυτόν αναζητούμε.
Ουβραίοι τι θα τάξετε σ’ όποιον σάς τον προδώσει.
Τριάντα αργύρια δίνουμε σ’ όποιον μάς τον προδώσει
κι άλλα τριάντα τέσσερα μέσ’ σε χρυσό μαντίλι.
Δότε τα αργύρια δότε τα και το χρυσό μαντίλι
κι όλοι μαζί μου να ’ρθετε να πά’ να τονε βρούμε.
Πέφτουν Ουβραίοι σαν βροχή σαν του δεντρί τα φύλλα
κι άλλοι τα δόντια τρίζουνε κι άλλοι τον αμαχιούνται
πάνε στην πόρτα και βροντούν και τα κρουκιά γυρίζουν.
Ποιος είν’ στην πόρτα κι βρουντά κι τα κρουκιά γυρνούνε.
Εγώ είμαι δάσκαλε άνοιξε κι ήρθα να σου μιλήσω
δυο λόγια ήρθα να σου πω και πίσω να γυρίσω.
Δεν έχεις λόγο να μου πεις ούτε να μου μιλήσεις
απ’ το τραπέζι έφυγες και στους Εβραίους πήγες.
Χτυπούν την πόρτα πουδαριές χτυπούν και με μπαλτάδες
απ’ τα μαλλιά τον πιάσανε και άλλοι από τα γένια
σαν κλέφτη τονε πιάσανε και σαν φονιά τον πάνε
και σαν αρνί στο μακελειό έτσι τον τυραννάνε.
Κάτω στα Ιεροσόλυμα και στην Ιερουσαλήμη
η Παναγιά καθότανε μόνη και μοναχή της
την προσευχή της έκανε για τον μονογενή της.
Εκεί που προσευχότανε και τον σταυρό της κάνει
βλέπει αστραπές ακούει βροντές και ταραχές μεγάλες
βγαίνει στην πόρτα της να ιδεί για τις γειτόνισσές της
βλέπει τον ουρανό θολό και τ’ άστρα βουρκωμένα
και το φεγγάρι το θολό στο αίμα βουτηγμένο
βλέπει το Γιάννη να ’ρχεται δαρμένος και κλαμένος
βαστάει και στο ’να χέρι του μαλλιά απ’ την κεφαλή του
βαστάει και από το άλλο του μαντίλι ματωμένο.
Τι έχεις Γιάννη κι έρχεσαι δαρμένος και κλαμένος
μη δάσκαλός σου σ’ έδειρε μη τα χαρτιά σου ’χάσες.
Δεν έχω στόμα να σου πω μιλιά να σου μιλήσω
κι ουδέ η καρδιά μου το βαστά να σε το μαρτυρήσω.
Νε δάσκαλός μου μ’ έδειρε νε τα χαρτιά μου ’χάσα
τον δάσκαλό μου πιάσανε οι άνομοι Οβραίοι
οι άνομοι και τα σκυλιά και τρισκαταραμένοι
σαν κλέφτη τονε πιάσανε και σαν φονιά τον πάνε
και σαν αρνί στο μακελειό έτσι τον τυραννάνε
βγάζουν το χρυσοστέφανο κι αγκάθινο του βάλαν
βγάζουν τα χρυσοπάπουτσα καρφιά τονε καρφώσαν
βγάζουν την άγια ζώνη του κι αβατσινιά τον ζώσαν.
Σαν τ’ άκουσε η Παναγιά λιγοθυμιά την πιάνει
σταμνιά την περιχούν τρία κανάτια μόσχο
τέσσερα το ροδόσταμο ώσπου να συνεφέρει.
Κι απάν’ όπου συνέφερε αυτό το λόγο λέγει:
Όσοι αγαπάτε το Χριστό κι όσοι τον προσκυνάτε
όλοι μαζί μου να ’ρθετε κι όλοι ν’ ακολουθάτε.
Ας έρθει η Μάρθα κι η Μαργιά και του Λαζάρου η μάνα
και του Προδρόμου η αδερφή κι οι τέσσερις αντάμα.
Παίρνουν το δρόμο το δρομί δρομί το μονοπάτι
το μονοπάτι τσ’ έβγαλι μπρος στου χαλκιά την πόρτα.
Ώρα καλή σου μάστορα και τι είναι αυτά που φτιάχνεις.
Παραγγιλιά μού έχουνε να μην το μαρτυρήσω
μα τώρα που ρωτήσατε θα σας τ’ ομολογήσω
Ουβραίοι μού παράγγειλαν τρία καρφιά να φτιάξω
μα γω που τονα μάχομαι βαρώ και φτιάχνω πέντε.
Για πες μας πες μας μάστορα κι αυτά πού θε να μπούνε.
Τα δυο θα μπουν στα χέρια του τ’ άλλα τα δυο στα πόδια
το τρίτο το φαρμακερό θα μπει μες στην καρδιά του
να τρέξει αίμα και χολή από τα σωθικά του.
Κι η Παναγιά σαν τ’ άκουσε λιγοθυμιά την πιάνει
σταμνιά νερό την περιχούν τρία κανάτια μόσχο
τέσσερα το ροδόσταμο ώσπου να συνεφέρει
και σαν αποσυνέφερε αυτό το λόγο λέει.
Κατσίβελε κατσίβελε ψωμί να μην χορτάσεις
παρά μες στην σακούλα σου ποτέ μην αποτάξεις
πουκάμισο στη ράχη σου ποτέ να μην φορέσεις
στάχτη μες στην γωνίτσα σου ποτέ μην αποτάξεις.
Αϊντόστι να πηγαίνουμε να πάμε να τον βρούμε
πριν μας τον βάλουν στα καρφιά και μας τον θανατώσουν.
Παίρνουν το δρόμο το δρομί δρομί το μονοπάτι
γεμίζουν λίμνες δάκρυα και στάμνες μοιρολόγια
και τα χρυσά της τα μαλλιά απάνω στα κουσόρια.
Το μονοπάτι τσ’ έβγαλε προς του ληστού την πόρτα
βλέπουν την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα
και τα ψηλά παράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Γονάτισε η Παναγιά και το σταυρό της κάνει.
Θεέ μου αν είμαι χριστιανή κι αν είμαι βαπτισμένη
ν’ ανοίξει η πόρτα του ληστού κι η πόρτα του Πιλάτου.
Κι η πόρτα από τη λύπη της ανοίγει μοναχή της
και μπαίνει μέσα η Παναγιά για τον μονογενή της
θωρεί ζερβά θωρεί δεξιά κανένα δε γνωρίζει
και πάλι ξαναθώρησε βλέπει τον Άγιο Γιάννη.
Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γιου μου
μην είδες συ το γιόκα μου και το μονογενή μου.
Συ γέννησες κι ανέτρεψες και δεν τονε γνωρίζεις
κι εγώ με ένα βάπτισμα πού να τονε γνωρίσω.
Βλέπεις εκείνο το γυμνό τον παραπονεμένο
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο
όπου φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι
βγάλαν την άγια ζώνη του κι αβατσινιά τον ζώσαν
βγάλαν τα χρυσοπάπουτσα καρφιά τονε καρφώσαν
ράψαν και στα ματάκια του δεκάδιπλο μετάξι
σύραν και στα χειλάκια του δέκα λογιών φαρμάκι.
Σαν τ’ άκουσε η Παναγιά λιγοθυμιά την πιάνει
σταμνιά νερό την περιχούν ώσπου να συνεφέρει
κι απ’ όπου συνέφερε αυτό το λόγο λέει.
Πού νά βρω γεροψάλιδο να κόψω τα μαλλιά μου
πού νά βρω γκρεμνό υψηλό να πάω να γκρεμίσω
κι ένα ποτάμι θάλασσα να θαλασσομαχήσω.
Για κλίνε κλίνε μου σταυρέ κλίνε να χαιρετήσω
και εις τα μάγουλα τα δυο να σε γλυκοφιλήσω.
Σταυρός από τη λύπη του κόπηκαν τα μετάξια
άνοιξε τα χειλάκια του και μπήκαν τα φαρμάκια.
Μάνα μην κόφτεις τα μαλλιά μην πας για να γκρεμίσεις
άιντε μάνα μ’ στο σπίτι μας και έννοια να μην έχεις
τον Άγιο Γιάνν’ πάρε παιδί και με μη μ’ απαντέχεις
άιντε μάνα μ’ στο σπίτι μας και έννοια να μην έχεις
μόν’ το Σαββατοκύριακο έμενα ν’ απαντέχεις
όταν σημαίνουν εκκλησιές και ψέλνουν οι παπάδες
τότε και συ μανούλα μου να ’χεις χαρές μεγάλες
άιντε μάνα μ’ στο σπίτι μας άιντε στ’ αρχοντικό μας
βάλε κρασί στο μαστραπά κι αφράτο παξιμάδι
και κάτσε μάνα μ’ δείπνησε να τό βρει ο κόσμος όλος
να τό βρουν κι καλόπαντρες για τους καλούς τους άνδρες.
Πέρασε η Αγια-Καλή τη βρίσκει στο τραπέζι.
Για δες μητέρα άσπλαχνη μάνα κακογραμμένη
ο γιος της να ’ναι στα καρφιά κι αυτή εις το τραπέζι.
Άιντε και συ Αγια-Καλή σ’ ένα ερημοκλήσι
κανείς παπάς να μη βρεθεί για να σε λειτουργήσει.
Όποιος το λέει σώζεται κι όποιος τ’ ακούει αγιάζει
κι όποιος το καλακφεριστεί παράδεισο θα λάβει
παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Γιάννη
παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο.