Με τον όρο Σχίσμα εννοούμε τη διάσπαση της αδιαίρετης κατά την πρώτη χιλιετία Χριστιανικής Εκκλησίας, που συνέβη συμβατικά το 1054. Το Σχίσμα επηρεάστηκε από πολιτικούς, πολιτιστικούς και οικονομικούς παράγοντες, αλλά η βασική του αιτία δεν ήταν κοσμική, αλλά θεολογική. Οι Χριστιανοί της Ανατολής και της Δύσης διαφωνούσαν για τις Παπικές αξιώσεις. Ωστόσο, η επιδείνωση των σχέσεων της Ορθόδοξης Ανατολής και της Λατινική Δύσης επιταχύνθηκε από τις γενικότερες πολιτικές εξελίξεις, που σημειώθηκαν κυρίως τον 8ο αιώνα, αποτέλεσμα των οποίων υπήρξε η ανασύσταση της Δυτικής
Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τους Φράγκους, ως ανταγωνίστριας δύναμης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Ρώμη, που μέχρι τότε ήταν τμήμα του Βυζαντινού Κόσμου, περνούσε προοδευτικά στην επιρροή των Φράγκων, ιδιαίτερα από την εποχή του Καρλομάγνου. Από την περίοδο εκείνη υπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις για το λεγόμενο Μεγάλο Σχίσμα και έλλειπαν μόνο οι αφορμές που δεν άργησαν να έλθουν.
Έτσι η Βυζαντινή μουσική της ανατολικής εκκλησίας, είναι η εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής μουσικής και πήρε το όνομα της από το Βυζάντιο που είναι η πρώτη πρωτεύουσα της νέας αυτοκρατορίας. Οι αρχές της χρονολογούνται από ορισμένους μελετητές στον 4ο αιώνα μ.Χ, λίγο μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη από το Μέγα Κωνσταντίνο. Η Βυζαντινή Μουσική είναι η μουσική της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που μεταφράζεται κι απαρτίζεται αποκλειστικά από ελληνικά κείμενα. Έλληνες και ξένοι ιστορικοί συμφωνούν ότι οι μελωδίες των εκκλησιαστικών ήχων και γενικά το όλο σύστημα της βυζαντινής μουσικής, συνδέεται στενά με το αρχαίο ελληνικό μουσικό σύστημα. Η βυζαντινή μουσική είναι κατά βάση φωνητική και μονόφωνη με τη συμμετοχή ισοκρατημάτων.
Από την άλλη πλευρά η Λειτουργία της Καθολικής εκκλησίας, που το κείμενο της είναι στα λατινικά, έχει πέντε βασικά μέρη: • Kyrie (Κύριε) • Gloria (Δόξα) • Credo (Πιστεύω) • Sanctus-Benedictus (Άγιος, άγιος) • Agnus dei (Ο αμνός του θεού). Αρχικά η Λειτουργία ήταν μια σύνθεση με τη συνοδεία του εκκλησιαστικού οργάνου, κατά το 17ο αιώνα με την τελειοποίηση των μουσικών οργάνων και την ανάπτυξη της οργανικής μουσικής, έχουμε μια ολόκληρη ορχήστρα που συνοδεύει τους σολίστες-τραγουδιστές και τη χορωδία. Μία από τις γνωστότερες λειτουργίες, είναι η «Λειτουργία του Πάπα Μαρκέλου» που έγραψε ο Παλεστρίνα, η οποία θεωρείται ότι ήταν η αιτία για τη διάσωση της πολυφωνίας στη Δυτική Μουσική. Καθώς η Καθολική Εκκλησία σκεφτόταν σοβαρά την επιστροφή στη μονοφωνία λόγω της πολυφωνικής υπερβολής που δεν επέτρεπε πλέον την κατανόηση του κειμένου από τους πιστούς. Στη μορφή της λειτουργίας έγραψαν σημαντικοί συνθέτες όπως οι Μπαχ, Χάυντν, Μότσαρτ, Σούμαν, Λιστ και πολλοί άλλοι.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/294
© SanSimera.gr
Γρηγοριανό μέλος ονομάστηκε η λειτουργική μουσική της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, που πήρε το όνομα της από τον Γρηγόριο τον Α', ο οποίος υπήρξε επίσκοπος Ρώμης από το 590 έως το 604. Του Γρηγοριανού Μέλους είχε προηγηθεί το Αμβροσιανό Μέλος (4ος αιώνας). Ο Αμβρόσιος, επίσκοπος Μιλάνου, προσπαθώντας να βάλει τάξη στην αναρχία των ύμνων που χρησιμοποιούσε η Δυτική Εκκλησία, καθόρισε τη χρήση τεσσάρων τρόπων (κλιμάκων) καθώς και τους ύμνους που θα έπρεπε να ψάλλονται. Στο τέλος του 6ου αιώνα ο Πάπας Γρηγόριος αναθεώρησε και πάλι το σύνολο των μελωδιών που χρησιμοποιούσε η Καθολική Εκκλησία και καθόρισε ποιες ακριβώς μελωδίες θα ψάλλονται και σε ποιο σημείο της λειτουργίας. Πριν την εκλογή του, ο Γρηγόριος, όταν βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, μελέτησε την ελληνική μουσική. Καθώς η ανεξέλεγκτη εισαγωγή νέων ύμνων σε μουσική γνωστών λαϊκών τραγουδιών δημιουργούσε ανομοιομορφία στο τυπικό και εντύπωση διάσπασης στις εκκλησίες της Ευρώπης που υπάγονταν στη δικαιοδοσία του Βατικανού, ο Πάπας Γρηγόριος αποφάσισε ν' αντιδράσει. Έτσι, κωδικοποίησε τους ύμνους της Λειτουργίας, σύμφωνα με το εορτολόγιο της Ρωμαϊκής Καθολικής Εκκλησίας και όρισε αυτούς που θα έπρεπε να ψάλλονται σε όλες τις εκκλησίες, καταρτίζοντας έτσι το τυπικό που καθόριζε το ύφος της εκκλησιαστικής μουσικής. Από το όνομα του, το σύνολο των ύμνων που θεωρήθηκαν κατάλληλοι για τη λειτουργική μουσική της Δυτικής Εκκλησίας ονομάστηκε Γρηγοριανό Μέλος και την εξάπλωση του ανέλαβαν οι Βενεδικτίνοι μοναχοί. Η μουσική του «Γρηγοριανού Μέλους» είναι μονοφωνική, χωρίς κανονικό μέτρο, αλλά ακολουθεί το ρυθμό των λέξεων, οι οποίες πολύ συχνά είναι από τη Βίβλο και ιδίως από τους Ψαλμούς. Το Γρηγοριανό Μέλος τραγουδιέται από χορωδία και από σολίστες, με εναλλαγή σολίστ και χορωδίας ή και με εναλλαγή ημιχορίων.
Tο Εκκλησιαστικό όργανο είναι πληκτροφόρο, πολυφωνικό μουσικό όργανο που λειτουργεί με αέρα που διοχετεύεται σε μολύβδινους σωλήνες από δύο φυσητήρες που κινούνται με υδραυλική πίεση (παλαιότερα) ή με ηλεκτρική ενέργεια. Το εκκλησιαστικό όργανο έχει τις ρίζες του στο παλαιότερο αρχαιοελληνικό πνευστό όργανο, που έφερε το όνομα ύδραυλις. Μετά τους Έλληνες, το πρωτοπόρο αυτό ακουστικό και τεχνολογικό κατασκεύασμα ταξίδεψε και υιοθετήθηκε πρόθυμα από πολλούς, φτάνοντας μέχρι τους Ρωμαίους και έπειτα τους Βυζαντινούς. Τον 7ο και 8ο αιώνα η ύδραυλις ονομάστηκε πλέον Όργανο και άκμαζε στο Βυζάντιο αλλά και σε όλα τα μεγάλα κέντρα κατασκευής και παραγωγής της όπως η Κωνσταντινούπολη. Αξιομνημόνευτο είναι το περιστατικό της αποστολής ενός εκκλησιαστικού οργάνου ως δώρο το 757 μ.Χ. από το βυζαντινό αυτοκράτορας Κωνσταντίνο τον Κοπρώνυμο στον αυτοκράτορα των Φράγκων Πιπίνο τον Βραχύ, πατέρα του Καρλομάγνου. Λίγο αργότερα, το 812 μ.Χ., οι βυζαντινοί χάρισαν και ένα δεύτερο στον ίδιο τον Καρλομάγνο. Τον 10ο αιώνα κατασκευάστηκε με έξοδα της εκκλησίας το αγγλικό εκκλησιαστικό όργανο του Γουίντσεστερ, με ασυνήθιστο μέγεθος και με 26 φυσερά που απαιτούσαν 70 άτομα, διαθέτοντας επίσης 40 νότες, με 10 αυλούς για κάθε νότα. Το εκκλησιαστικό όργανο είναι συνυφασμένο με τη χρήση του μέσα στους κόλπους της καθολικής εκκλησίας για την πραγματοποίηση των λειτουργιών. Εκ παραλλήλου όμως, το εκκλησιαστικό όργανο προοριζόταν και για κοσμική χρήση μέσα στα σπίτια των αριστοκρατών για να συνοδεύει τραγούδια, στις γιορτές και εν γένει για την ψυχαγωγία.