Κατά το τέλος του 9ου αιώνα, βρίσκουμε την πρώτη πολυφωνία στη μορφή του Όργκανουμ (organum)του οποίου εφευρέτης υπήρξε ο Λεονέν και σπουδαίος συνεχιστής του, με τον οποίο το Όργκανουμ βρέθηκε στην ακμή του, ο Περοτέν. Σ' αυτό μια μελωδία συνοδεύει το λειτουργικό μέλος (δηλ. μια μελωδία του Γρηγοριανού Μέλους) νότα προς νότα στην υποκείμενη φωνή, κωδικοποιημένη για πρώτη φορά μέσα στο έργο Musica Enchiriadis (Ανωνύμου), που αποδιδόταν λανθασμένα μέχρι πρόσφατα στον Μοναχό Χούκμπαλντ του Αγίου Αμάνδου στο Τουρναί του Βελγίου. Στα 1030 μ.Χ., ο Ιταλός Γκουίντο
ντ' Αρέτσο (990-1050 μ.Χ.) δίνει τα ονόματα στους φθόγγους της κλίμακας παίρνοντας τις αρχικές συλλαβές των πρώτων ημιστιχίων του ύμνου Ut queant laxis resonare Fibris: Ut queant laxis/Resonare Fibris/Mira gestorum/Famuli tuorum/Solve polluti/Labii reatum/Sancta Joannes.
Μετά το όργκανουμ, η εξέλιξη στην πολυφωνία έρχεται με το Ντισκάντους, που είναι ένα όργκανουμ που στολίζει όμως το λειτουργικό μέλος στην επάνω φωνή πιο "έξυπνα" από το απλό όργκανουμ και με αντίθετη κίνηση. Ακολουθεί το Μοτέτο όπου επάνω από το λειτουργικό μέλος προστίθενται δύο ή τρεις φωνές που ξετυλίγονται ακολουθώντας η κάθε μία διαφορετικό κείμενο με διαφορετική υπόθεση. Το Κοντούκτους είναι κάτι ανάλογο με το Μοτέτο, μόνο που δεν υπάρχει η υποχρέωση για την ύπαρξη μιας λειτουργικής μελωδίας. Στην Αγγλία παρουσιάζεται το Γκύμελ που είναι τραγούδι για δύο φωνές που κινούνται σε αποστάσεις τρίτης. Το Ψεύτικο Βάσιμο προήλθε από το Γκύμελ και ήταν έργο για 3 φωνές.
Μέση περίοδος (1150 -1300) - Ars Antiqua (Παλαιά Τέχνη): Σχολή της Παναγίας των Παρισίων: Σ' αυτήν ανήκει η δημιουργία ενός συστήματος κανόνων επάνω στις υπάρχουσες μορφές πολυφωνίας, καθώς και ένα σύνολο από νέες κατακτήσεις. Κύριοι αντιπρόσωποι είναι ο Λεονέν (Leonin), οργανίστας στην Παναγία των Παρισίων μέχρι τα τέλη του 12ου αιώνα ο οποίος ξεφεύγει από τα δεσμά του Γρηγοριανού μέλους, εφαρμόζει την αντίθετη κίνηση των φωνών και μετατρέπει το όργκανουμ σε έργο τέχνης και ο Περοτέν (Perotin) ο Μέγας (1180-1210) που ήταν μαθητής του πρώτου. Ο Περοτέν, εισάγει τη μίμηση, το χρωματικό ύφος, προσπάθησε να τελειοποιήσει τη σημειογραφία καθορίζοντας και τη διάρκεια των φθόγγων που χρησιμοποιούσε.
Τροβαδούροι και Τρουβέροι: Οι τροβαδούροι ήταν ευγενείς και μορφωμένοι, κυρίως ιππότες, τραγουδιστές, λυρικοί ποιητές και μουσικοί, που έζησαν γύρω στον 11ο αιώνα στη Μεσημβρινή Γαλλία, νότια του Λίγηρα ποταμού και ιδιαίτερα στην Προβηγκία. Η ονομασία τους προήλθε από το ρήμα trouvar-trobar, δηλαδή βρίσκω, εφευρίσκω, επινοώ μια καινούρια μουσική. Τρουβέροι λέγονται οι αντίστοιχοι Γάλλοι μουσικοί που έζησαν όμως στη Βόρεια Γαλλία. Τα τραγούδια των τροβαδούρων ήταν κατά κύριο λόγο λυρικά, και κινήθηκαν κυρίως γύρω από τις θεματικές της προσωπικής περιπέτειας, του «ευγενούς έρωτα», της εξιδανίκευσης των σχέσεων. Αλλά και αυτός ο έρωτας παίρνει συχνά διάφορες μορφές μέσα στην κλειστού νοήματος γραφή που ήταν μια από τις κατευθύνσεις της ποίησης των τροβαδούρων.[1] Tα αντίστοιχα των τρουβέρων διακρίνονταν για τον επικό χαρακτήρα τους, εξιστορώντας συχνά τις πολεμικές εκστρατείες της εποχής. Η διάκριση αυτή οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός πως οι τροβαδούροι ζούσαν στη Νότια Γαλλία, η οποία ήταν λιγότερο εκτεθειμένη σε επιδρομές και χαρακτηριζόταν εν γένει από ένα περισσότερο εκλεπτυσμένο πολιτισμό. Τόσο οι τροβαδούροι όσο και οι τρουβέροι αποτελούν απογόνους των αρχαίων ραψωδών ή των μεταγενέστερων τους βάρδων. Το είδος αυτό (και των δύο) κυριάρχησε περίπου από το 1000 - 1300 μ.Χ. Διάσημος και σημαντικός τρουβέρος ήταν ο Αντάμ ντε λα Αλ (1237-1287), γνωστός με το παρατσούκλι "Ο καμπούρης του Αρράς", που έγραψε με τέχνη ένα είδος μουσικής που λεγόταν Παιχνίδια (τραγουδιστοί διάλογοι που σχολιάζουν ευχάριστα κάποιο ερωτικό επεισόδιο) καθώς και πολλά άλλα έργα. Οι τροβαδούροι έγιναν αντικείμενο μιας νέας αντίληψης για τους ποιητές, αποσπώμενοι από τα καθιερωμένα και διεκδικώντας μια ποιητική αυτονομία και ένα εναλλακτικό τρόπο ζωής. Έτσι δημιουργήθηκε μια μυθολογία γύρω από αυτούς, που εκφράστηκε με την ιστοριογραφική αποτύπωση του βίου τους.[2] Παρόλα αυτά, οι τροβαδούροι δεν περιλαμβάνονταν στις τάξεις που μπορούσαν να απολαύσουν την δόξα όπως αντίστοιχα την απολάμβαναν άλλοι, όπως οι ιππότες.[3] Η ποίηση των τροβαδούρων λειτούργησε ως πρότυπο για την ανάπτυξη της λυρικής ποίησης στην υπόλοιπη Ευρώπη με διάφορους τρόπους. Οι αντίστοιχοι των Τροβαδούρων στη Γερμανία, είναι οι Ερωτοτραγουδιστές. Εμφανίζονται το 13ο αιώνα και οι επιρροές τους καθώς και τα θέματά τους είναι παρόμοια. Το 14ο αιώνα, οι Ερωτοτραγουδιστές παρακμάζουν και στη θέση τους εμφανίζονται οι Αρχιτραγουδιστές, οι οποίοι ανήκουν στην αστική τάξη και ιδρύουν σχολές μουσικής που λειτουργούν με κανονισμούς και ιεραρχία. Οι κυριότερες μουσικές μορφές που επικράτησαν παράλληλα την εποχή αυτή είναι το ροντό, το μαδριγάλι, το λαι και το σανσόν.